δίδαγμα

δίδαγμα
το (ΑΝ) [διδάσκω]
μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα τού Ευαγγελίου»)
νεοελλ.
1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα»)
2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα τής ιστορίας»)
αρχ.
απόδειξη («καὶ προόδους περιῆν μέγα δίδαγμα τοῡ μηδὲν ἄπρακτον εἶναι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίδαγμα — lesson neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδαγμα — το 1. διδασκαλία, μάθημα περί ηθικής: Οι ιερείς πρέπει να εφαρμόζουν στην πράξη τα διδάγματα του Ευαγγελίου. 2. ηθικό συμπέρασμα, αρχή: Ο δάσκαλος μας προτρέπει να βγάζουμε ένα δίδαγμα μετά το τέλος κάθε μαθήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίδαγμ' — δίδαγμα , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαγμάτων — δίδαγμα lesson neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάγμασι — δίδαγμα lesson neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάγμασιν — δίδαγμα lesson neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάγματα — δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάγματι — δίδαγμα lesson neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάγματος — δίδαγμα lesson neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάγμαθ' — διδάγματα , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc pl διδάγματι , δίδαγμα lesson neut dat sg διδάγματε , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”