- δίδαγμα
- το (ΑΝ) [διδάσκω]μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα τού Ευαγγελίου»)νεοελλ.1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα»)2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα τής ιστορίας»)αρχ.απόδειξη («καὶ προόδους περιῆν μέγα δίδαγμα τοῡ μηδὲν ἄπρακτον εἶναι», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.